Μπαρμπαρέζος

Μπαρμπαρέζος
και Μπαρμπαρέσος, ο (Μ Μπαρμπαρέζος και Μπαρμπαρέσος)
ο κάτοικος τής Μπαρμαριάς, ο Βέρβερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μπαρμπαριά (< λατ. Barbaria) + κατάλ. -έζος (πρβλ. Μιλαν-έζος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπαρμπαρέζικος — και μπαρμπαρέσικος η, ο (Μ μπαρμπαρέζικος και μπαρμπαρέσικος, η, ον) [Μπαρμπαρέζος] (ιδίως για καράβια) αυτός που προέρχεται από την Μπαρμπαριά ή αυτός που ανήκει στην Μπαρμπαριά, ο βερβερικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”